-
1 παρα-κρούω
παρα-κρούω (s. κρούω), daneben, an der Seite schlagen, dran vorbei schlagen, dah. falsch schlagen, bes. ein Saiteninstrument; wegstoßen, -schlagen, Plut. Sull. 18 Lucull. 28; aber ἡ ὀϑόνη παρακέκρουσται ist = ist beigesetzt, Luc. catapl. 1. – Uebtr. nach Harpocr. μετῆκται ἀπὸ τοῦ τοὺς ἱστάντας τι ἢ μετροῦντας κρούειν τὰ μέτρα καὶ διασείειν ἕνεκα τοῦ πλεονεκτεῖν, also eigtl. an die Wagschale oder das Maaß schlagen und dadurch betrügen, schnellen, vom rechten Wege abführen, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά, Plat. Crit. 47 a; besonders im med., παρακρούσασϑαι, dem ἐξαπατῆσαι entsprechend, Dem. 24, 79, u. oft dem φενακίζειν entsprechend, wie 31, 12; mit doppeltem accus., πῆ παρακρούεταί ποϑ' ἕκαστα ὑμᾶς, 29, 1; τηλικοῦτον πρᾶγμα παρακρουόμενοι τοὺς δικαστάς, 43, 39; vgl. Wolf Lept. p. 291; Sp., μῶν παρακέκρουσμαί σε, Luc. Tim. 57; pass., παρακρουσϑῆναι ὑπὸ τῆς γοητείας, Din. 1, 66; ἡ πόλις παρακέκρουσται, Dem. 24, 37 (aber παρακεκρουμένος 6, 23 Bekk., vulg. mit σ) Plat. τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ καὶ τῶν προτέρων συνουσιῶν παρεκέκρουστο, Theaet. 168 a; ὑφ' οὗ παρακρουσϑῆναι πολλούς, Pol. 34, 5, 2. – Auch παρακεκροῦσϑαι τῶν φρενῶν ἢ τοῦ νοῦ, nach Phryn. in B. A. 59, 27 παραπεπαῖσϑαι καὶ μὴ ἐν τῷ καϑεστῶτι εἶναι, verrückt sein; u. so auch neutral, παρέκρουσε, er war wahnsinnig, Hippocr. u. Sp.
См. также в других словарях:
παρακρούω — ΝΜΑ πάσχω από παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή τού νου νεοελλ. μέσ. παρακρούομαι ναυτ. (για τα ιστία πλοίου) χτυπώ εδώ κι εκεί, παραδέρνω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, παραπλανώ, εξαπατώ 2. χτυπώ και διώχνω κάτι… … Dictionary of Greek